- φακέα
- ἡ, Α(ασυναιρ. τ.) βλ. φακή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φακέα — φακέᾱ , φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακέας — φακέᾱς , φακῆ dish of lentils fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek